συνυπηρετώ

συνυπηρετώ
(ε) αμετ. вместе служить (с кем-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συνυπηρετώ" в других словарях:

  • συνυπηρετώ — συνυπηρετῶ, έω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνυπηρετῶ έω, Α [ὑπηρετῶ] νεοελλ. 1. εργάζομαι στην ίδια υπηρεσία ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάποιους άλλους 2. στρ. εκτελώ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και στην ίδια μονάδα τη στρατιωτική μου θητεία μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • συνυπηρεσία — η, Ν από κοινού ή ταυτόχρονη εκτέλεση υπηρεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπηρετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Μη χάνεσαι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»